Παιδικές διαδρομές σε καιρό πολέμου

«Παιδικές διαδρομές σε καιρό πολέμου» είναι ο τίτλος ενός λευκώματος (εκδόσεις Διάνοια) στο οποίο συνυπάρχουν 25 προσωπικές μαρτυρίες παιδιών προσφύγων που φιλοξενήθηκαν τον περασμένο χρόνο σε δομές ασυνόδευτων ανηλίκων του «Κοινωνικού ΕΚΑΒ» με φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Οδυσσέα Βουδούρη -επικεφαλής της οργάνωσης- από ανθρωπιστικές αποστολές ως μέλους των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Το λεύκωμα επιχορηγήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού.

Παιδιά που ενηλικιώθηκαν βίαια και παλεύοντας να σώσουν τη ζωή τους από τον πόλεμο έχασαν τα πάντα. Όχι μόνο το σπίτι τους, το χωριό τους, αλλά και την αγκαλιά της μάνας, τη στοργή του πατέρα, την παρουσία κάποιου συγγενή. Στην Ελλάδα σήμερα φιλοξενούνται περίπου 2.000 ασυνόδευτα προσφυγόπουλα χωρίς να γνωρίζουμε τις διαδρομές της ζωής τους. «Δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι έχουν ζήσει καταστάσεις, γιατί οι περισσότεροι από εμάς τις γνωρίζουμε μόνο από ταινίες, βιβλία ή τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Οι ίδιοι δεν μιλάνε για αυτό, θέλουν να ξεχάσουν, ή τουλάχιστον -επειδή αυτά δεν ξεχνιούνται- να το κλείσουν σε κάποιο κουτάκι της μνήμης τους, της ψυχής τους, για να σταματήσει να τους βασανίζει καθημερινά» επισημαίνει ο Οδ. Βουδούρης προλογίζοντας τις απευθείας μαρτυρίες των παιδιών αυτών. Οι άνθρωποι που φροντίζουν τα προσφυγόπουλα κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να εξομολογηθούν τον ανείπωτο πόνο τους. Μαρτυρίες που ρίχνουν λίγο φως στις σκοτεινές διαδρομές της μέχρι τώρα ζωής τους. Ας αφουγκραστούμε κάποιες από τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες, με την ελπίδα να ξανακερδίσουν τη ζωή.

Ράχο, 17 ετών, Σομαλία

«Όταν βρισκόμουν στη Σομαλία, ζούσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και μεταξύ των διαφορετικών φυλών. Δεν πήγαινα σχολείο. Εκεί που ζούσα δεν υπήρχε νοσοκομείο. Υπήρχαν διαφορετικές ομάδες που ανάγκαζαν τους νέους να στρατολογούνται. Έτσι με ανάγκασαν κι εμένα να μπω στον στρατό τους. Όμως κατάφερα και έφυγα κρυφά. Είμαι ακόμα παιδί και έχω ανάγκη για μια καλύτερη ζωή. Ο λόγος που έφυγα από τη χώρα μου ήταν ότι φοβόμουν μήπως με ξαναπάρει η Al Shabaab. Οι άνθρωποι στη χώρα μου φοβούνται όλοι. Δεν μπορούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Πολεμάνε μεταξύ τους. Έχουν προβλήματα μεταξύ τους οι Somaliland με τους Puntland εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε που έφυγαν οι ξένοι. Ο μάχες συνεχίζονται. Κάθε τόσο υπάρχουν θάνατοι ανθρώπων. Είναι πολύ λυπηρό και ανησυχητικό. Επιθυμώ τόσο πολύ την ειρήνη στον τόπο μου».

Αμπντούλ, 14 ετών, Μπαγκλαντές

«Αγαπώ τη μητέρα μου τόσο πολύ... Μου λείπει τρομερά. Χωρίς μάνα η ζωή είναι μισή. Ο Θεός να δίνει ζωή και υγεία στις μητέρες μας. Μάνα, θέλω να κοιμηθώ άλλη μια φορά με το κεφάλι μου στα πόδια σου».

Ζακαρίας, 14 ετών, Αφγανιστάν

«Ακόμα νιώθω τον φόβο σε όλο μου το κορμί... Είμαι από το Αφγανιστάν. Αποφάσισα να εγκαταλείψω τη χώρα μου γιατί αγαπάω το σχολείο και έχω όνειρα για το μέλλον. Ο αδερφός μου ζει στην Ελβετία και περιμένω να πάρω την άδεια να πάω μαζί του. Προς το παρόν, όμως, ζω εδώ και έναν μήνα σε αυτή τη δομή φιλοξενίας. Θυμάμαι συνέχεια το ταξίδι μου προς την Ελλάδα. Συνέχεια έρχονται οι εικόνες στο μυαλό μου από τις δύσκολες στιγμές που έζησα. Ακόμη νιώθω σε όλο μου το κορμί τον φόβο που ένιωσα όταν μας επιτέθηκαν κλέφτες και κατάφερα μαζί με έναν φίλο μου να τρέξω για να κρυφτούμε στο δάσος. Αυτό έγινε στην Ελλάδα. Μόλις είχαμε περάσει τα σύνορα από την Τουρκία μετά από μέρες ποδαρόδρομο. Οι κλέφτες φορούσαν αστυνομικές στολές και οδηγούσαν ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Προφανώς το είχαν κλέψει και αυτό. Αυτούς που δεν πρόλαβαν να φύγουν τους ανάγκασαν να βγάλουν τα ρούχα τους. Οι κλέφτες τους πήραν όλα τα λεφτά και ό,τι πολύτιμο είχαν. Και μετά έφυγαν. Ευτυχώς εγώ κατάφερα να κρυφτώ. Είμαι σίγουρος ότι ήταν ληστές που ήθελαν να κάνουν τους αστυνομικούς. Αν ήταν αστυνομικοί, πρώτον δεν θα μας λήστευαν και, δεύτερον, θα μας είχαν στείλει όλους πίσω στην Τουρκία. Αποκλείεται να ήταν πραγματικοί αστυνομικοί».

Α., 16 ετών, Ιράν

«Είμαι Κούρδος από το Ιράν. Από τα παιδικά μου χρόνια ήθελα να γίνω μποξέρ. Όταν ήμουν 12 ετών, με πλησίασε ένας κύριος και μου είπε: “Είσαι καλός μποξέρ. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου στο cump, να γίνεις καλός στρατιώτης, να πολεμάς ενάντια στον ISIS και παράλληλα να κάνεις και προπονήσεις; Θα φροντίσουμε να έχεις ένα καλό μέλλον και να εξελιχθείς στο μποξ”. Τους ακολούθησα. Η εκπαίδευση ήταν σκληρή, το φαγητό λίγο, ο χώρος του ύπνου άβολος. Τρία χρόνια έμεινα μέσα στο cump. Ήμασταν μονάχα άνδρες. Κάθε 6 μήνες μπορούσα να τηλεφωνώ μόνο για 2 λεπτά στους γονείς μου, κάτω από επίβλεψη βέβαια... Όταν έγινα 15 ετών, κατάφερα να δραπετεύσω μια νύχτα με ομίχλη και βροχή μέσα από μια τρύπα στο συρματόπλεγμα. Ο ένας φύλακας κοιμόταν και ο άλλος, πάνω σε έναν μικρό λόφο, κοιτούσε αλλού.

Έτρεχα ασταμάτητα για 20 χιλιόμετρα, μέχρι που έφτασα στην πόλη Erbil. Πονούσε όλο μου το σώμα. Πήγα κατευθείαν στην αστυνομία, γιατί αν με έπιαναν από την οργάνωση, θα με σκοτώνανε. Η αστυνομία με καθησύχασε και με βοήθησε να μιλήσω με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Κρύφτηκα σε ασφαλές μέρος. Υπήρξαν πολλές προσπάθειες να με βρουν από το ΡΑΚ. Δεν μπορούσα να γυρίσω στο Ιράν ούτε να μείνω στην Τουρκία, όπου κινδύνευα με 15 χρόνια φυλακή γιατί ήμουν Κούρδος. Έφτασα τελικά μετά από πολλές περιπέτειες στην Ελλάδα, στην Αλεξανδρούπολη. Τρεις φορές η αστυνομία με πήγε πίσω στην Τουρκία αφού μου πήρε ό,τι είχα στην κατοχή μου: ρούχα και τρόφιμα. Τελικά, με τη βοήθεια κάποιον Τούρκων, έφτασα στη Θεσσαλονίκη και από κει συνέχισα για την Αθήνα. Τώρα έχω μια καλύτερη ζωή στη δομή και ελπίζω να έχω ένα καλύτερο μέλλον. Έγινα πολύ πιο δυνατός μέσα από την περιπέτεια της ζωής. Ήμουν κοντά στον θάνατο. Έμαθα τους ανθρώπους. Βέβαια, ακόμα ξυπνώ τις νύχτες βλέποντας εφιάλτες από εκείνα τα χρόνια. Με τη μητέρα μου μιλάω σχεδόν κάθε μέρα. Είμαι καλά».

Κασίμι, 16 ετών, Αφγανιστάν

«Ξεκίνησα από το Αφγανιστάν. Στη συνέχεια έφτασα στο Μπαλουτσιστάν με πενταθέσιο αμάξι. Είχαμε μπει μέσα 31 άτομα. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Τέσσερα μερόνυχτα για να φτάσουμε στα σύνορα με το Ιράν και μετά κατευθείαν για Τουρκία. Όταν φτάσαμε στα σύνορα με την Τουρκία, μείναμε για 25 μέρες χωρίς φαγητό και σχεδόν χωρίς νερό. Μας έδιναν μόνο λίγο ψωμί, μια φραντζόλα για 10 άτομα, ίσα-ίσα να μην πεθάνουμε από την πείνα. Έκανε πολύ κρύο, τόσο που δεν αντέχαμε. Έβρεχε διαρκώς. Η κατάσταση ήταν τραγική στα βουνά. Δεν μπορούσαμε ούτε να κοιμηθούμε ούτε να ξεκουραστούμε. Μέναμε σε μια βρόμικη μικρή σκηνή. Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε. Περπατήσαμε δύο εβδομάδες στα βουνά μέχρι που μπήκαμε στην Τουρκία. Τότε αρρώστησαν ο μικρός μου αδερφός και η μητέρα μου. Φτάσαμε επιτέλους στα παράλια της Τουρκίας, μπήκαμε σε ένα καραβάκι να περάσουμε στην Ελλάδα. Τότε χωρίστηκα με την οικογένεια μου, τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τον αδερφό μου, γιατί πέσαμε σε ενέδρα. Μόνο εγώ κατάφερα να ξεφύγω. Περπατήσαμε άλλες 10 μέρες. Σας παρακαλώ πολύ, βρείτε την οικογένειά μου. Τους σκέφτομαι διαρκώς και μου λείπουν».

INFO

Το λεύκωμα πωλείται στα βιβλιοπωλεία προς 25 ευρώ για ενίσχυση των δομών φιλοξενίας ανήλικων προσφύγων. Μπορείτε να το προμηθευτείτε και διαδικτυακά από τις εκδόσεις Διάνοια.

 
 
FaLang translation system by Faboba

Style Selector

Layout Style

Predefined Colors

Background Image